Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ ἄνυδρος

См. также в других словарях:

  • ἄνυδρος — waterless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… …   Dictionary of Greek

  • άνυδρος — η, ο ο χωρίς βροχές, ξηρός: Ο τόπος που τους έδωσαν να ζήσουν ήταν άνυδρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνυδρότατον — ἄνυδρος waterless masc acc superl sg ἄνυδρος waterless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνυδρον — ἄνυδρος waterless masc/fem acc sg ἄνυδρος waterless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυδροτάτην — ἄνυδρος waterless fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυδροτάτου — ἄνυδρος waterless masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνυδροτέροις — ἄνυδρος waterless masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνύδροις — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνύδροισιν — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνύδρου — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»